αιθρίασμα

αιθρίασμα
το (кратковременное) прояснение (о погоде)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αιθρίασμα" в других словарях:

  • αιθρίασμα — το [αιθριάζω] βελτίωση τού καιρού, ξαστέρωμα …   Dictionary of Greek

  • αιθρίαση — η [αιθριάζω] το αιθρίασμα …   Dictionary of Greek

  • αιθριάζω — (Α αἰθριάζω) νεοελλ. (για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω αρχ. 1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο 2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»